Λεωκόρειον

Λεωκόρειον
Λεωκόρειον, τό,
A the temple of the daughters of Leos, Th.1.20, 6.57.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Λεωκόρειον — the temple of the daughters of Leos neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεωκόριον — Ιερό της αρχαίας Αθήνας. Βρισκόταν στη συνοικία του Κεραμεικού και είχε αφιερωθεί από τους Αθηναίους στις τρεις κόρες του ήρωα και βασιλιά της Αττικής Λεώ, την Πραξιθέα, τη Θεόπη και την Ευβούλη, οι οποίες θυσιάστηκαν για να απαλλαγεί η πόλη από… …   Dictionary of Greek

  • περιτυγχάνω — ΜΑ συναντώ τυχαία κάποιον, τυχαίνει να συναντήσω κάποιον (α. «άνδρα περιτυχόντες ἅγιον», Μηναί β. «τῷ Ἱππάρχῳ περιτυχόντες παρὰ τὸ Λεωκόρειον... ἀπέκτειναν», Θουκ.) αρχ. 1. (για γεγονός) επέρχομαι, συμβαίνω («μή τις συμφορὰ αὐτοῑς περιτύχη», Θουκ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”